ἱμερτῇ

ἱμερτῇ
ἱ̱μερτῇ , ἱμερτός
longed for
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἱμερτή — ἱ̱μερτή , ἱμερτός longed for fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιμερτός — ἱμερτός, ή, όν (Α) [ιμείρω) 1. αγαπητός, ποθητός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱμερτόν η ερωτική επιθυμία 3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Ιμερτός επίθ. τού Απόλλωνος και τού Διονύσου 4. φρ. «ἱμερτὴ ἡλικίη» αγαπητή ζωή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”